- δᾱλέομαι
δᾱλέομαι, dor. = δηλέομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δᾱλέομαι, dor. = δηλέομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαλέομαι — βλ. δηλέομαι … Dictionary of Greek
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek