δᾱμώματα, τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar. Pax 798 aus Stesichor. frg. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμώματα — δαμώματα, τα (Α) άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. τού δημούμαι] … Dictionary of Greek
δαμώματα — δᾱμώματα , δαμώματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)