δώτειρα

δώτειρα

δώτειρα, , fem. zum folgdn; Linus bei Stob. flor. 5, 22; Man. 2, 447.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δώτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτειρ' — δώτειρα , δώτειρα fem nom/voc sg δώτειραι , δώτειρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτειραν — δώτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιδώτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + δώτειρα (πρβλ. χαριτο δώτειρα), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

  • δωτήρ — δωτήρ, ο (θηλ. δώτειρα, η) (Α) πάροχος, χορηγός …   Dictionary of Greek

  • πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] …   Dictionary of Greek

  • χαριτοδώτειρα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που δίνει χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δώτειρα θηλ. του δώτης (< δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”