δώτωρ

δώτωρ

δώτωρ, ορος, ὁ, der Geb er; Homer einmal, Odyss. 8, 335 Ἑρμεία Διὸς υἱὲ διάκτορε, δῶτορ ἑάων; vgl. δωτήρ und δοτήρ; –. Hom. h. 17, 12 χαῖρ, Ἑρμῆ χαριδῶτα, διάκτορε, δῶτορ ἐάων; 29, 8 Ἀργειφόντα, Διὸς καὶ Μαιάδος υἱέ, ἄγγελε τῶν μακάρων, χρυσόῤῥαπι, δῶτορ ἐάων; Lucian. Cronosol. 14 ϑυόντων Διὶ πλουτοδότῃ καὶ Ἑρμῇ δώτορι καὶ Ἀπόλλωνι μεγαλοδώρῳ, – Theogn. 134 ϑεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δώτωρ — δώτωρ, ο (Α) ο δωτήρ …   Dictionary of Greek

  • δώτωρ — giver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῶτορ — δώτωρ giver masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτορα — δώτωρ giver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτορες — δώτωρ giver masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτορι — δώτωρ giver masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δώτορος — δώτωρ giver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дарья — ж. имя собств., сокращ. из Дорофея, греч. Δωροθέα. Соответствует др. инд. dātā, dātā – то же, авест. dātar , греч. δώτωρ, δοτήρ, лат. dator; см. Траутман, BSW 58; Бругман, Grdr. 2, 1, 337 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • χαρμόφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων μεγάλως ὠφελῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων, τυραννό φρων] …   Dictionary of Greek

  • dō- : dǝ-, also dō-u- : dǝu- : du- —     dō : dǝ , also dō u : dǝu : du     English meaning: to give     Deutsche Übersetzung: “geben”     Grammatical information: (perfective) Aoristwurzel with secondary present di dō mi.     Material: O.Ind. dá dü ti (Aor. á dü m, Opt. dēyüm,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”