- δώτης
δώτης, ὁ, dasselbe, Hes. O. 353.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δώτης, ὁ, dasselbe, Hes. O. 353.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δώτης — δώτης, ο (Α) ο δωτήρ … Dictionary of Greek
δώτης — masc nom sg δωτήρ giver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῶτα — δώτης masc voc sg δώτης masc nom sg (epic) δωτήρ giver masc voc sg δωτήρ giver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτη — δώτης masc voc sg δωτήρ giver masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτου — δώτης masc gen sg δωτήρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτῃ — δώτης masc dat sg (attic epic ionic) δωτήρ giver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… … Dictionary of Greek
ξενοδώτης — ξενοδώτης, ὁ (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δώτης (< δί δωμι), πρβλ. ηπιο δώτης, οινο δώτης] … Dictionary of Greek
πνευματοδώτης — ὁ Α αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek
δῶτ' — δῶτε , δίδωμι Aër. aor imperat act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl (epic) δῶτε , δίδωμι Aër. aor subj act 2nd pl δῶται , δίδωμι Aër. aor subj mid 3rd sg δῶτε , δίδωμι Aër. aor ind act 2nd pl (epic) δῶτα , δώτης masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυδώτης — και μεθυδότης, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) αυτός που δίδει ή παρέχει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + δώτης και δότης (< δίδωμι), πρβλ. ξενο δώτης] … Dictionary of Greek