νέανσις, ἡ, = νέασις, Theophr., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέανσις — νέανσις, ἡ (Α) βλ. νέαση … Dictionary of Greek
νέαση — η (Α νέασις και νέανσις) [νεώ (Ι)] η ανανέωση, η καλλιέργεια νέας, δηλ. χέρσας γης που ανασκάφηκε, που οργώθηκε ήδη με άροτρο ή με δικέλλα, κν. νιάσιμο … Dictionary of Greek