νένασμαι

νένασμαι

νένασμαι, perf. zu ναίω u. νάσσω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νένασμαι — νάσσω press perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάσσω — και αττ. τ. νάττω (Α) 1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.) 2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.) 3. (το παθ.) νάσσομαι α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.) β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”