- μέμβραξ
μέμβραξ, ακος, ὁ, eine Cicadenart, Ael. N. H. 10, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέμβραξ, ακος, ὁ, eine Cicadenart, Ael. N. H. 10, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… … Dictionary of Greek
μέμβραξ — cicada masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)