- νέαξ
νέαξ, ᾱκος, ὁ, poet. = νεανίας; comic. bei Poll. 2, 11; E. M. 534, 32; ion. νέηξ, ηκος, Callim. frg. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέαξ, ᾱκος, ὁ, poet. = νεανίας; comic. bei Poll. 2, 11; E. M. 534, 32; ion. νέηξ, ηκος, Callim. frg. 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέαξ — νέαξ, ακος και ιων. τ. νέηξ, ὁ (Α) νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος* + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
νέαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάκων — νέαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέακα — νέαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέακας — νέαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέακος — νέαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
νέηξ — νέηξ, ηκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νέαξ … Dictionary of Greek