μέγαθος

μέγαθος

μέγαθος, τό, ion. = μέγεϑος, Her.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέγαθος — μέγαθος, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. μέγεθος …   Dictionary of Greek

  • μέγαθος — neut nom/voc/acc sg μέγεθος greatness neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάθει — μέγαθος neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγάθεϊ , μέγαθος neut dat sg (epic ionic) μέγαθος neut dat sg μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) μεγάθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάθεα — μέγαθος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάθεος — μέγαθος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) μέγεθος greatness neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

  • αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …   Dictionary of Greek

  • υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”