- βάμβα
βάμβα, syrak. = βάμμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάμβα, syrak. = βάμμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βάμβας, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν ανιψιός του διδασκάλου του Γένους Νεόφυτου Βάμβα. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση βρισκόταν στην Αίνο της Θράκης όπου εξόπλισε με δικά του μέσα πολεμικό καράβι και άρχισε τις επιθέσεις εναντίον … Dictionary of Greek
Ερμούπολη — Πόλη (11.799 κατ.) και λιμάνι της Σύρου, πρωτεύουσα του νομού Κυκλάδων. Απέχει 78 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και αποτελεί το ναυτικό και εμπορικό κέντρο των Κυκλάδων. Το μεγάλο λιμάνι, τα ωραία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, οι πλατείες,… … Dictionary of Greek
Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… … Dictionary of Greek
Lampeia — Lampia redirects here. For the Italian wine grape also known as Lampia, see Nebbiolo. Lampeia Λαμπεία Location … Wikipedia
Экономос — (правильнее Икономос; Константин Οικονόμος, 1780 1857) новогреческий церковный писатель, пресвитер, сын священника, родом из Фессалии. Был учителем в смирнской гимназии; во время греческого восстания бежал в Россию, где жил долгое время,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Jean V Paléologue — Empereur byzantin Portrait de Jean V sur un manuscrit byzantin du XVe siècle Règne 15 juin … Wikipédia en Français
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
νοολογία — η η μελέτη τής ανθρώπινης νόησης, παλαιός όρος για τη φιλοσοφία τού νού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. noologie < νόος / νοῦς + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Βάμβα] … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
πολυκλινική — η, Ν ιατρ. νοσηλευτικό ίδρυμα για πολλές παθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyclinic (< πολυ * + κλινική). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Νεόφ. Βάμβα] … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek