- βάβαξ
βάβαξ, ακος = vor. 1), Archil. 26; Lycophr. 472.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάβαξ, ακος = vor. 1), Archil. 26; Lycophr. 472.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάβαξ — ( ακος), ο (Α) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που συνδέεται με τα βαβάζω, βάζω, κ.ά.] … Dictionary of Greek
βάβαξ — chatterer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάβακα — βάβαξ chatterer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
baxmb-, bhaxmbh-, paxmp-, phaxmph- — baxmb , bhaxmbh , paxmp , phaxmph English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: Lautnachahmung, from den aufgeblasenen Backen genommen, psychologisch from bахmb , bhaxmbh as unmittelbarer imitation eines… … Proto-Indo-European etymological dictionary