- ξάνιον
ξάνιον, τό, ein Kamm zum Wollekrempeln, VLL. erkl. κτένιον; auch ein Schmuckkamm, B. A. 284. – Auch = ἐπίξηνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνιον, τό, ein Kamm zum Wollekrempeln, VLL. erkl. κτένιον; auch ein Schmuckkamm, B. A. 284. – Auch = ἐπίξηνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξάνιον — card for combing wool neut nom/voc/acc sg ξανάω grow weary with carding wool imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ξανάω grow weary with carding wool imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek
kes- (*ĝhes-) — kes (*ĝhes ) English meaning: to scratch, itch Deutsche Übersetzung: “kratzen, kämmen” Material: Gk. κεσκέον (zur form κεσκίον s. Boisacq) “ oakum “ (*kes kes ); M.Ir. cīr f. “comb” (*kēs rü); O.N. haddr m. “Kopfhaar the Frau”… … Proto-Indo-European etymological dictionary