βάμμα

βάμμα

βάμμα, τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάμμα — that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμμα — το, ατος διάλυμα μη πτητικών ουσιών σε αλκοόλη (βάμμα ιωδίου, καμφοράς κτλ.): Βούτηξε το βαμβάκι σε βάμμα ιωδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • βαμμάτων — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμμασι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμμασιν — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμματα — βάμμα that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμματι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάμματος — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Butterbämme, die — Die Butterbämme, plur. die n, im gemeinen Leben, ein mit Butter bestrichenes Stück Brot; eine Butterschnitte, in Niedersachsen ein Butterbrot, an andern Orten eine Butterstolle. Weil eine solche Butterbämme im Franz. Bouteram, und im Holländ.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • οξόβαμμα — το χρωστική ουσία, βάμμα το οποίο παρασκευάζεται με την εμβροχή φυτικών ουσιών μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όξος «ξίδι» + βάμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”