βάμμα — that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμα — το, ατος διάλυμα μη πτητικών ουσιών σε αλκοόλη (βάμμα ιωδίου, καμφοράς κτλ.): Βούτηξε το βαμβάκι σε βάμμα ιωδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… … Dictionary of Greek
βαμμάτων — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμασι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμμασιν — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματα — βάμμα that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματι — βάμμα that in which a thing is dipped neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάμματος — βάμμα that in which a thing is dipped neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Butterbämme, die — Die Butterbämme, plur. die n, im gemeinen Leben, ein mit Butter bestrichenes Stück Brot; eine Butterschnitte, in Niedersachsen ein Butterbrot, an andern Orten eine Butterstolle. Weil eine solche Butterbämme im Franz. Bouteram, und im Holländ.… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
οξόβαμμα — το χρωστική ουσία, βάμμα το οποίο παρασκευάζεται με την εμβροχή φυτικών ουσιών μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όξος «ξίδι» + βάμμα] … Dictionary of Greek