μάκελον

μάκελον

μάκελον, oder μάκελλον, τό, auch μάκελος, = δρυφακτός, φραγμός, Einschluß, maceria, wovon Varro L. L. 4, 35 auch macellum ableitet; dabei bemerkend Iones ostia hortorum et castelli μακέλλους vocant. Vgl. μακελεῖον. – D. Cass. 61, 18 erkl. μάκελλον durch ἀγορὰν τῶν ὄψων, Markt der Lebensmittel.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”