μάκελλα — mattock fem nom/voc sg μάκελλον enclosure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκελλα — και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη) γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.) μσν. σφαγείο αρχ. μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
μακέλλας — μακέλλᾱς , μάκελλα mattock fem acc pl μακέλλᾱς , μάκελλα mattock fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακελλῶν — μάκελλα mattock fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλαις — μάκελλα mattock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλης — μάκελλα mattock fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλῃ — μάκελλα mattock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκελλαν — μάκελλα mattock fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] … Dictionary of Greek
Mattock — A cutter mattock, embedded in a lawn A mattock is a versatile hand tool, used for digging and chopping, similar to the pickaxe. It has a long handle, and a stout head, which combines an axe blade and an adze (cutter mattock) or a pick and an adze … Wikipedia
МАКЕЛЛА — • Macella, Μάκελλα, укрепленный город в Сицилии, расположенный к югу от Сегесты. Liv. 26, 21. Polib. 1, 24 … Реальный словарь классических древностей