βάγμα, τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάγμα — βάγμα, το (Α) [βάζω (III)] λόγος, ομιλία … Dictionary of Greek
βάγματα — βάγμα speech neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)