βάκχιος

βάκχιος

βάκχιος, 1) dasselbe, ältere Form, ἅμιλλα Soph. Tr. 218; νᾶμα Ar. Eccl. 14; Luc. u. A. fast überall mit der v. l. βάκχειος, w. m. vgl. – 2) Als subst. ὁ Βάκχιος, = Βάκχος, Eur. Cycl. 9 Bacch. 67; Soph. Ant. 154; = οἶνος, Eur. Cycl. 412; I. T. 953; Antiph. bei Ath. XI, 781 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βάκχιος — βάκχιος, α, ον (Α) βλ. βάκχειος …   Dictionary of Greek

  • Βάκχιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχιος — Βάκχειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίων — Βάκχιος of fem gen pl Βάκχιος of masc/neut gen pl Βακχιόω fill with the divine presence imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) Βακχιόω fill with the divine presence imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκχιον — Βάκχιος of masc acc sg Βάκχιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίαις — Βάκχιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίη — Βάκχιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίοις — Βάκχιος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίου — Βάκχιος of masc/neut gen sg Βακχιόω fill with the divine presence imperf ind act 3rd sg Βακχιόω fill with the divine presence pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίους — Βάκχιος of masc acc pl Βακχιόω fill with the divine presence imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίῳ — Βάκχιος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”