βάκχευμα

βάκχευμα

βάκχευμα, τό, das Bacchusfest, Eur. Bacch. 40 u. öfter; Luc. Tragodop. 281; Plut Tib. Graech. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βακχευμάτων — Βάκχευμα Bacchic revelries neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχευμάτων — Βάκχευμα Bacchic revelries neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχεύμασι — Βάκχευμα Bacchic revelries neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχεύμασι — Βάκχευμα Bacchic revelries neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχεύμασιν — Βάκχευμα Bacchic revelries neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχεύμασιν — Βάκχευμα Bacchic revelries neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχεύματα — Βάκχευμα Bacchic revelries neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχεύματα — Βάκχευμα Bacchic revelries neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχεύματος — Βάκχευμα Bacchic revelries neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχεύματος — Βάκχευμα Bacchic revelries neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”