Βάκχη — Βάκχη, η (Α) [Βάκχος] 1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς 2. είδος αχλαδιού 3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο … Dictionary of Greek
Βάκχη — Bacchante fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχη — Bacchante fem nom/voc sg (attic epic ionic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres imperat act 2nd sg (doric) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχῃ — Βάκχη Bacchante fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχῃ — Βάκχη Bacchante fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχαι — Βάκχη Bacchante fem nom/voc pl Βάκχᾱͅ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχαι — Βάκχη Bacchante fem nom/voc pl βάκχᾱͅ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχηι — Βάκχῃ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχηι — βάκχῃ , Βάκχη Bacchante fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχᾶν — Βάκχη Bacchante fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχᾶν — Βάκχη Bacchante fem gen pl (doric aeolic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres part act masc voc sg (doric aeolic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)