- βάκτρον
βάκτρον, τό (baculum), Stock, Stab, Stütze, Aesch. Ag. 195 Ch. 357 u. folgde Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκτρον, τό (baculum), Stock, Stab, Stütze, Aesch. Ag. 195 Ch. 357 u. folgde Dichter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκτρον — βάκτρον, το (Α) 1. βακτηρία, ραβδί 2. ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βάκω, αόρ. ἔβακον»βαρύνω, καταβάλλομαι» (ινδοευρ, ρίζα *bak «μπαστούνι») + (επίθημα) τρον (βλ. και βακτηρία)] … Dictionary of Greek
βάκτρον — stick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκτρα — βάκτρον stick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκτροις — βάκτρον stick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκτρου — βάκτρον stick neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκτρων — βάκτρον stick neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκτρῳ — βάκτρον stick neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACTROPERATAE — Per convitium Philosophi olim dicti, quod baculum βάκτρον et peram πῆραν, deferrent. Hieronym. in c. 10. Matthaei, Ex hoc praecepto arguit Philosophos, qui vulgo apellantur Bactroperatae, quod contemptores saeculi et omnia pro nihilo ducentes,… … Hofmann J. Lexicon universale
бок — род. п. бока, укр. бiк, боку, блр. бок, русск. цслав. бокъ πλευρόν, сербохорв. бо̑к, род. п. бо̏ка, чеш. bok, польск. bok, в. луж. bok, н. луж. bok. Возм., родственно исходному знач. ребро – лат. baculum палка, посох , греч. βάκτρον жезл, скипетр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek