- μάκτρον
μάκτρον, τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκτρον, τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκτρον — wiper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκτρου — μάκτρον wiper neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκτρῳ — μάκτρον wiper neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] … Dictionary of Greek
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
ημιτύβιον — ἡμιτύβιον, τὸ (Α) 1. λινό μαντήλι για τον λαιμό, χειρόμακτρο 2. μικρή πετσέτα, μικρό μάκτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. σύνθετο του ημι , ενώ κατ άλλη άποψη η λ. είναι αιγυπτ. δάνειο] … Dictionary of Greek
ιδρωμάκτρα — η έλασμα από χάλυβα κατάλληλο για την αφαίρεση τού ιδρώτα τού ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + μάκτρον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
μάκτρο — το (Α μάκτρον) κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα νεοελλ. στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών… … Dictionary of Greek
ποδόμακτρο — το / ποδόμακτρον, ΝΑ μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»] … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek
μάκτρα — μάκτρᾱ , μάκτρα kneading trough fem nom/voc/acc dual μάκτρᾱ , μάκτρα kneading trough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μάκτρον wiper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)