- βάκτρευμα
βάκτρευμα, τό, Stab, Stütze, plur. Eur. Phoen. 1555.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκτρευμα, τό, Stab, Stütze, plur. Eur. Phoen. 1555.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάκτρευμα — βάκτρευμα, το (Α) [βακτρεύω] στήριγμα σε βακτηρία … Dictionary of Greek
βακτρεύμασι — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτρεύμασιν — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)