μάκρωσις, ἡ, das Ausdehnen, die Weitschweifigkeit, Pol. 15, 36, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκρωσι — μάκρων longhead masc dat pl μάκρωσις lengthening fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωσιν — μάκρων longhead masc dat pl μάκρωσις lengthening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)