μάκρυμα

μάκρυμα

μάκρυμα, τό, das Entfernte, bes. das aus Abscheu Fortgestoßene, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάκρυμα — και μάκρυσμα, το (Μ μάκρυμα[ν] και μάκρυσμα[ν]) [μακρύνω] 1. μήκυνση, επιμήκυνση 2. τοπική ή χρονική απομάκρυνση μσν. παράταση χρόνου, αναβολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”