- μάκρων
μάκρων, ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκρων, ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκρων — longhead masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρων — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Έχουν βρεθεί δύο αγγεία με την υπογραφή του και του αποδίδονται ακόμα περίπου 350, από τα οποία τα 336 είναι κύλικες. Υπήρξε ο κυριότερος ζωγράφος των αγγείων του εργαστηρίου του αγγειοπλάστη Ιέρωνα.… … Dictionary of Greek
μακρών — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Έχουν βρεθεί δύο αγγεία με την υπογραφή του και του αποδίδονται ακόμα περίπου 350, από τα οποία τα 336 είναι κύλικες. Υπήρξε ο κυριότερος ζωγράφος των αγγείων του εργαστηρίου του αγγειοπλάστη Ιέρωνα.… … Dictionary of Greek
μακρῶν — μάκρα bath tub fem gen pl μάκρος length neut gen pl (attic epic doric) μακρός long fem gen pl μακρός long masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρώνων — μάκρων longhead masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωνα — μάκρων longhead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωνας — μάκρων longhead masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωνες — μάκρων longhead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωνι — μάκρων longhead masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωνος — μάκρων longhead masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκρωσι — μάκρων longhead masc dat pl μάκρωσις lengthening fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)