μάτρυλλος

μάτρυλλος

μάτρυλλος, = μαστροπός, B. A. 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάτρυλλος — μάτρυλλος, ὁ (Α) ο προαγωγός, ο μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάτρυλλα* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ματρύλλου — μάτρυλλος pimp masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”