- μάσθλημα
μάσθλημα, τό, gegerbte Felle, Häute, Ctesias Ind. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσθλημα, τό, gegerbte Felle, Häute, Ctesias Ind. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσθλημα — μάσθλημα, τὸ (Α) [μάσθλης] κατεργασμένο δέρμα, πετσί … Dictionary of Greek
μασθλημάτων — μάσθλημα leather neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)