- βάτραχος
βάτραχος, ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάτραχος, ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βάτραχος — frog masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτραχος — frog masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
βάτραχος — ο μικρό αμφίβιο τετράποδο ζώο: Κολυμπάει σαν βάτραχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βατράχω — Βάτραχος frog masc nom/voc/acc dual Βάτραχος frog masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατράχω — βάτραχος frog masc nom/voc/acc dual βάτραχος frog masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατράχοιο — Βάτραχος frog masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατράχοιο — βάτραχος frog masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατράχοις — Βάτραχος frog masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατράχοις — βάτραχος frog masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατράχοισι — Βάτραχος frog masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)