- νάσθην
νάσθην, aor. act. u. pass. zu ναίω, w. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάσθην, aor. act. u. pass. zu ναίω, w. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεκρινάσθην — ἀπεκρῑνάσθην , ἀποκρίνω set apart aor ind mid 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρατυνάσθην — ἐκρατῡνάσθην , κρατύνω strengthen aor ind mid 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)