- μάσημα
μάσημα, τό, auch μάσσημα geschrieben, das Gekau'te, Theophr.; ὡς μάσημα ταῖς γνάϑοις ἔχω, Antiphan. bei Ath. I, 8 c, daß ich Etwas zu kauen habe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσημα, τό, auch μάσσημα geschrieben, das Gekau'te, Theophr.; ὡς μάσημα ταῖς γνάϑοις ἔχω, Antiphan. bei Ath. I, 8 c, daß ich Etwas zu kauen habe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσημα — something to chew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσημα — το (AM μάσημα) [μασώ] τροφή, φαγητό νεοελλ. 1. η μάσηση 2. οικονομική απομύζηση μσν. δερμάτινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα τού αλόγου, ενστόμισμα … Dictionary of Greek
μάσημα — το το να μασά κανείς τις τροφές: Να καταπίνεις την τροφή σου ύστερα από αρκετό μάσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασημάτων — μάσημα something to chew neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήματα — μάσημα something to chew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήματος — μάσημα something to chew neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αναμάσηση — η συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek