- μάσησις
μάσησις, ἡ, das Kauen, Essen, Sp., auch μάσσησις geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσησις, ἡ, das Kauen, Essen, Sp., auch μάσσησις geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσησις — chewing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήσει — μάσησις chewing fem nom/voc/acc dual (attic epic) μασήσεϊ , μάσησις chewing fem dat sg (epic) μάσησις chewing fem dat sg (attic ionic) μασάομαι chew fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήσεις — μάσησις chewing fem nom/voc pl (attic epic) μάσησις chewing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήσεσι — μάσησις chewing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασήσεσιν — μάσησις chewing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσησιν — μάσησις chewing fem acc sg μάσσω knead aor subj mid 2nd sg (epic) μάσσω knead aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσηση — η (AM μάσησις) [μασώ] η πρώτη φάση τής διαδικασίας τής πέψης, η οποία συνίσταται στον κατατεμαχισμό τών τροφών με τη βοήθεια τών δοντιών στη στοματική κοιλότητα … Dictionary of Greek
μασήσεως — μασήσεω̆ς , μάσησις chewing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)