- μάσθλη
μάσθλη, ἡ, = ἱμάσϑλη, lederner Riemen, Peitsche, Soph. frg. 137 u. 160 bei Hesych. Vgl. μάσϑλης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσθλη, ἡ, = ἱμάσϑλη, lederner Riemen, Peitsche, Soph. frg. 137 u. 160 bei Hesych. Vgl. μάσϑλης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… … Dictionary of Greek