βάσιμος

βάσιμος

βάσιμος, gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάσιμος — passable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμος — η, ο επίρρ. βάσιμα ασφαλής, βέβαιος, θετικός: Η καταγγελία μου στηρίχθηκε σε βάσιμες υποψίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάσιμον — βάσιμος passable masc/fem acc sg βάσιμος passable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιμωτάτοις — βάσιμος passable masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιμώτατος — βάσιμος passable masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμοις — βάσιμος passable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμους — βάσιμος passable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμων — βάσιμος passable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμα — βάσιμος passable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμοι — βάσιμος passable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάσιμος — η, ο [βάσιμος] ο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”