βάσκανος

βάσκανος

βάσκανος, ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηϑες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 (App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάσκανος — one who bewitches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… …   Dictionary of Greek

  • βάσκανος — η, ο ο φθονερός: Αισθάνθηκα έντονα τη βάσκανη ματιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασκάνως — βάσκανος one who bewitches adverbial βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσκανον — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc sg βάσκανος one who bewitches neut nom/voc/acc sg βάσκᾱνον , βασκαίνω bewitch aor imperat act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκανώτατε — βάσκανος one who bewitches masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάνοις — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάνου — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάνους — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάνων — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκάνῳ — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”