- μάσκη
μάσκη, ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσκη, ἡ, erkl. Hesych. durch δίκελλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσκη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< *μακ σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη*] … Dictionary of Greek
мотыка — затем мотыга, укр. мотика, др. русск. ст. слав. мотыка ὀρύγιον (Супр.), болг. мотика, сербохорв. мо̀тика, словен. motîka, чеш., слвц., польск., в. луж. mоtуkа, н. луж. motyja, motyka. Родственно др. инд. matyam ср. р. борона, каток , matī kr̥tas … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… … Dictionary of Greek