- μάστις
μάστις, ιος, ἡ, ion. = μάστιξ; davon dat. μάστῑ für μάστιϊ, Il. 23, 50, u. acc. μάστιν, ἐφ' ἵπποιϊν βάλεν, Od. 15, 182; einzeln bei ap. D., μάστιν πολυαστράγαλον Eryc. 2 (VI, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστις, ιος, ἡ, ion. = μάστιξ; davon dat. μάστῑ für μάστιϊ, Il. 23, 50, u. acc. μάστιν, ἐφ' ἵπποιϊν βάλεν, Od. 15, 182; einzeln bei ap. D., μάστιν πολυαστράγαλον Eryc. 2 (VI, 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστις — μάστις, ιος, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. μάστιξ … Dictionary of Greek
μάστις — μάστῑς , μάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) μάστις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιι — μάστις dat sg (epic doric ionic aeolic) μάστις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιν — μάστις acc sg μάστις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστη — μάστις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιε — μάστις fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) μαστίω whip pres imperat act 2nd sg μαστίω whip imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιος — μάστις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστι — μάστῑ , μάστις dat sg (epic doric ionic aeolic) μάστις fem voc sg μάστῑ , μάστις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek
πολυαστράγαλος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους 2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι αστράγαλος)] … Dictionary of Greek
mā-1 — mā 1 English meaning: to beckon with the hand; to deceive Deutsche Übersetzung: “with the Hand winken”; from “verstohlen zuwinken” dann “vorspiegeln, betrũgen, zaubern” Note: (extended müi ?) Material: O.Ind. müyü… … Proto-Indo-European etymological dictionary