- μάστωρ
μάστωρ, ορος, ὁ, poet. = μαστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστωρ, ορος, ὁ, poet. = μαστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μάστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάστορα — Μάστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάστορας — Μάστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάστορος — Μάστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)