- μάστευσις
μάστευσις, ἡ, das Suchen, Nachforschen, D. Hal. 1, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάστευσις, ἡ, das Suchen, Nachforschen, D. Hal. 1, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαστεύσεις — μάστευσις search fem nom/voc pl (attic epic) μάστευσις search fem nom/acc pl (attic) μαστεύω seek aor subj act 2nd sg (epic) μαστεύω seek fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστευσιν — μάστευσις search fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστευση — η (Α μάστευσις, εως) [μαστεύω] 1. αναζήτηση, έρευνα για την ανεύρεση κάποιου 2. εξερεύνηση νεοελλ. 1. έρευνα για την ανακάλυψη υπόγειων υδάτων … Dictionary of Greek
μαστύς — μαστύς, ύος, ἡ (Α) (ιων. αντί μάστευσις) η μάστευση, η έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ τού μαίομα* «ερευνώ» + επίθημα τύς (πρβλ. κλίνω κλιτύς*)] … Dictionary of Greek