- μηλίτης
μηλίτης, ὁ, 1) von Aepfeln bereitet, οἶνος, Apfelwein, Plut. Symp. 2, 3, 1. – 2) von Schaafen, ἀριϑμός, Schol. Plat. 91, eine arithmetische Aufgabe, wodurch eine Zahl von Schaafen bestimmt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλίτης, ὁ, 1) von Aepfeln bereitet, οἶνος, Apfelwein, Plut. Symp. 2, 3, 1. – 2) von Schaafen, ἀριϑμός, Schol. Plat. 91, eine arithmetische Aufgabe, wodurch eine Zahl von Schaafen bestimmt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
μηλίται — μηλίτης apple masc nom/voc pl μηλίτᾱͅ , μηλίτης apple masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίτην — μηλίτης apple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίτου — μηλίτης apple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίτας — μηλίτᾱς , μηλίτης apple masc acc pl μηλίτᾱς , μηλίτης apple masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
μηλόκρασο — το κρασί από μήλα, μηλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + κρασί] … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek