- βολίταινα
βολίταινα, ἡ, = βολβοτίνη, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολίταινα, ἡ, = βολβοτίνη, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο … Dictionary of Greek
βολιταίναις — βολίταινα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίταιναι — βολίταινα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίταιναν — βολίταινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… … Dictionary of Greek