βολίζω

βολίζω

βολίζω, das Senkblei auswerfen, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι …   Dictionary of Greek

  • βολίζω — ισα, ρίχνω βολίδα στη θάλασσα, για να μετρήσω το βάθος της, σκανταγιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολιζέτω — βολίζω heave the lead pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολισθέντος — βολίζω heave the lead aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζειν — βολίζω heave the lead pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζονται — βολίζω heave the lead pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίζων — βολίζω heave the lead pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίσαντες — βολίζω heave the lead aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”