- νηοβάτης
νηοβάτης, ὁ, ion, = ναυβάτης, Leon. Al. 28 (VII, 668).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοβάτης, ὁ, ion, = ναυβάτης, Leon. Al. 28 (VII, 668).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοβάτης — νηοβάτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ναυβάτης … Dictionary of Greek
νηοβάτην — νηοβάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
ναυβάτης — ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις) αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου νεοελλ. αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο βάτης, στυλο βάτης] … Dictionary of Greek