- βολβίσκος
βολβίσκος, ὁ, dasselbe, Philod. 23 (XI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολβίσκος, ὁ, dasselbe, Philod. 23 (XI, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολβίσκος — ο μικρός βολβός, βολβίδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολβίσκους — βολβίσκος masc acc pl βολβός purse tassels masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek