βολβάριον, τό, = folgdm, Epict. ench. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολβάριον — small cuttle fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβαρίου — βολβάριον small cuttle fish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)