- νοηματίζω
νοηματίζω, denken, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηματίζω, denken, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηματίζω — (Μ) [νόημα] σχηματίζω νοήματα, σκέπτομαι, διαλογίζομαι … Dictionary of Greek
νοηματίζουσι — νοηματίζω form concepts pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νοηματίζω form concepts pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νενοημάτισται — νοηματίζω form concepts perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματιζομένη — νοηματίζω form concepts pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)