- νοηματικός
νοηματικός, den Gedanken betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηματικός, den Gedanken betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηματικός — rational masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικός — ή, ό (ΑΜ νοηματικός, ή, όν) [νόημα] νεοελλ. σχετικός με το νόημα μσν. αρχ. νοήμων, λογικός. επίρρ... νοηματικῶς (Μ) 1. με νοηματικό τρόπο, νοητικά 2. κατά πνευματική, μυστική έννοια … Dictionary of Greek
νοηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο νόημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοηματικῶν — νοηματικός rational fem gen pl νοηματικός rational masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικόν — νοηματικός rational masc acc sg νοηματικός rational neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικοί — νοηματικός rational masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικοῦ — νοηματικός rational masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικούς — νοηματικός rational masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικῇ — νοηματικός rational fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματική — νοηματικός rational fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηματικῶς — νοηματικός rational adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)