- βοηδόν
βοηδόν, stiermäßig, Agatharchid. bei Phot. p. 450.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηδόν, stiermäßig, Agatharchid. bei Phot. p. 450.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοηδόν — like oxen indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek