βοο-κλόπος

βοο-κλόπος

βοο-κλόπος, Ochsen stehlend, Orph. Arg. 1055 Nonn. D. 1, 137.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνοκλόπος — κυνοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο κλόπος, φρενο κλόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”