- μηθ-είς
μηθ-είς, μηϑέν, = μηδείς, spätere Form für μηδείς, μηδέν, von Arist. u. Theophr. an öfter gebraucht; vgl. Lob. zu Phryn. 182; das fem. wird aber nie μηϑεμία. So auch μηϑέτερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηθ-είς, μηϑέν, = μηδείς, spätere Form für μηδείς, μηδέν, von Arist. u. Theophr. an öfter gebraucht; vgl. Lob. zu Phryn. 182; das fem. wird aber nie μηϑεμία. So auch μηϑέτερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek